- στεφάνωσαν
- στεφανόωto be put round in a circleaor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ισίδας ή Ισάδας — (μέσα 4ου αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης πολεμιστής. Ήταν γιος του Φοιτίδη. Διακρίθηκε για το θάρρος του στους αγώνες εναντίον του Θηβαίου Επαμεινώνδα, στη Σπάρτη (362 π.Χ.), όπου πέταξε την ασπίδα του και άρχισε να μάχεται ακάλυπτος. Οι έφοροι τον… … Dictionary of Greek
στεφανώνω — στεφάνωσα, στεφανώθηκα, στεφανωμένος 1. περιβάλλω με στεφάνι: Στεφάνωσαν τους νικητές. 2. παντρεύω: Πότε θα στεφανωθείτε; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)